- τοσοδούλης
- tiny
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
τοσοδούλης — α, ικο, Ν τόσο μικρός, πάρα πολύ μικρός, τόσος δα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος, η, ο δα + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. μικρ ούλης)] … Dictionary of Greek